Μετάβαση στο περιεχόμενο

western

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
western < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική westerne < πρωτογερμανική ς προέλευσης. Μορφολογικά, west + -ern.

Επίθετο

[επεξεργασία]

western (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

western (en)




Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
western < (άμεσο δάνειο) αγγλική western < west

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

western (fr) αρσενικό