whammy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]whammy (en)
- το στραπάτσο
- (λαϊκότροπο, ανεπίσημο) ο μοχλός βιμπράτο ηλεκτρικής κιθάρας[1]
- ≈ συνώνυμα: vibrato system, vibrato bar, whammy bar, tremolo arm
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- put the whammy on someone/something:
- γκαντεμιάζω
- επηρεάζω αρνητικά μέσω μαγείας ή μεταφορικά