whenever

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

whenever < when + ever

Επίρρημα[επεξεργασία]

whenever (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (ερωτηματικά κι εμφατικά) πότε
    Whenever did you go?
    Πότε πήγες;
     συνώνυμα: when
  2. όποτε, οποτεδήποτε
    You can come whenever.
    Μπορείς να έρθεις όποτε θέλεις.

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

whenever (en)

  1. όποτε, οποτεδήποτε, σε οποιαδήποτε ώρα
    Whenever you are ready, call me.
    Όποτε ετοιμαστείς, τηλεφώνησέ μου.
    Whenever you need me…
    Οποτεδήποτε με χρειαστείς…
     συνώνυμα: when, anytime
  2. όποτε, κάθε φορά που
    Whenever he needed something, he borrowed it from his neighbors.
    Όποτε χρειαζόταν κάτι, το δανειζόταν από τους γείτονες.
     συνώνυμα: every time, anytime, when, while
  3. όποτε κι αν/και να
    Whenever you finish it, give it to me.
    Όποτε κι αν το τελειώσεις, μου το επιστρέφεις.
     συνώνυμα: no matter when, regardless of when

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 628. ISBN 9780194325684. , λήμμα: όποτε, οποτεδήποτε