whinchat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
whinchat | whinchats |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
whinchat (en)
- (πτηνό) ο καστανολαίμης
Αναφορές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- whinchat - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.