whisky

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

whisky (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]



Αφρικάανς (af)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

whisky (af)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

whisky (fr)



Δανικά (da)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

whisky (da)



Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

whisky (es)



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

whisky (it)



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

whisky (ca)



Λιμβουργιανά (li)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

whisky (li)



Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

whisky (no)



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

whisky (nl)



Ουγγρικά (hu)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

whisky (hu)



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

(διαβάζεται <łiski>)
ΔΦΑ : /ˈwɪski/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

whisky (pl) θηλυκό



Σκοτς (sco)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

whisky



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

whisky (sv)



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

whisky (cs)