white
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
white (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
white (en)
[επεξεργασία]
γαλακτόχρωμος, χιονόλευκος[επεξεργασία]
- colourless
- unpigmented
- undyed
- bleached
- natural
- snowy
- milky
- chalky
- snow-white
- snowy-white
- milk-white
- milky-white
- chalk-white
- chalky-white
- ivory
- pale
- clear
- transparent