white hat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

white hat (en)

  • λευκός χάκερ, «νομιμόφρων/ηθικός» χάκερ που τεστάρει καλόβουλα την ασφάλεια μεταφοράς δεδομένων, τα αποθηκευμένα δεδομένα (όπου κι αν αποθηκεύονται, πχ. σε server που δεν όρισε συνειδητά ο χρήστης) και τις ιστοσελίδες (όμως κάποιες φορές προκύπτουν παρεξηγήσεις σε σχέση με το έργο του)

Συνώνυμα[επεξεργασία]