większość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
większość < większy
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
większość (pl) θηλυκό
- η πλειονότητα, η πλειοψηφία
większość < większy
większość (pl) θηλυκό