widz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- widz < widzieć
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
widz (pl) αρσενικό
- ο θεατής