wierny
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
wierny (pl)
- πιστός
- που πιστεύει
- ολόιδιος, ακριβής
Κλίση του επιθέτου wierny στα πολωνικά
wierny (pl)