wierzba
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | wierzba | wierzby |
γενική | wierzby | wierzb |
δοτική | wierzbie | wierzbom |
αιτιατική | wierzbę | wierzby |
οργανική | wierzbą | wierzbami |
τοπική | wierzbie | wierzbach |
κλητική | wierzbo | wierzby |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wierzba (pl) θηλυκό
- η ιτιά