wildcat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wildcat (en)

  1. η αγριόγατα (Felix silvestris)
  2. η αγριόγατα (οποιοδήποτε άγριο αιλουροειδές)
  3. (μεταφορικά) η αγριόγατα (ιδίως στο σεξουαλικό τομέα)