wildcat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wildcat (en)
- η αγριόγατα (Felix silvestris)
- η αγριόγατα (οποιοδήποτε άγριο αιλουροειδές)
- (μεταφορικά) η αγριόγατα (ιδίως στο σεξουαλικό τομέα)