wilderness

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
wilderness wildernesses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

wilderness (en)

  1. παρθένος τόπος με μηδενική ή ελάχιστη ανθρώπινη παρουσία
    • απάτητος τόπος
  2. έρημος