wilderness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
wilderness | wildernesses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wilderness (en)
- παρθένος τόπος με μηδενική ή ελάχιστη ανθρώπινη παρουσία
- απάτητος τόπος
- (μεταφορικά) ανεξερεύνητο πεδίο, τομέας κτλ.
- απάτητος τόπος
- έρημος