Μετάβαση στο περιεχόμενο

willingly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός willingly
συγκριτικός more willingly
υπερθετικός most willingly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
willingly < willing + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

willingly (en)

  • πρόθυμα, αυτόβουλα, θεληματικά, με τρόπο που δείχνει ότι είμαι χαρούμενος που κάνω κάτι ή ότι δεν έχω αντίρρηση να κάνω κάτι
    παράδειγμα  He willingly answered the questions.
    Απάντησε πρόθυμα στις ερωτήσεις.
    παράδειγμα  He offered to help us willingly.
    Προσφέρθηκε να μας βοηθήσει αυτόβουλα.
    παράδειγμα  He came willingly.
    Ήρθε θεληματικά.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη intentionally