Μετάβαση στο περιεχόμενο

willpower

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
willpower < will + power

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

willpower (en) (μη μετρήσιμο)

  • η θέληση, η ικανότητα να ελέγχω τις σκέψεις και τις πράξεις μου για να πετύχω αυτό που θέλω να κάνω
      Willpower can conquer habit.
    Η θέληση νικάει τη συνήθεια.
      She has strong/weak willpower.
    Έχει δυνατή/αδύνατη θέληση.
     συνώνυμα: will

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]