wilt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
wilt (en)
- μαραίνομαι, μαραίνω, μαραζώνω
- (αρχαϊκό) θα, θα πας να, θέλεις, θες (ως βοηθητικό ρήμα δεύτερου προσώπου που αφορά την πρόθεση/θέληση ή μελλοντική κατάσταση κάποιου)