windshield
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
windshield | windshields |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]windshield (en)
- το παρμπρίζ
- ⮡ A stone hit the windshield.
- Μια πέτρα χτύπησε το παρμπρίζ.
- ⮡ A stone hit the windshield.