windstorm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
windstorm | windstorms |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
windstorm (en)
- (άνεμος) η ανεμοθύελλα
ενικός | πληθυντικός |
windstorm | windstorms |
windstorm (en)