windsurf
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
windsurf (en)
- κάνω γουίντ σέρφινγκ (windsurfing)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μάρκα. Από τα αγγλικά wind, άνεμος, και surf, αφρός κυμάτων.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
windsurf (fr) αρσενικό
- ιστιοσανίδα, γουίντσερφ