wipe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | wipe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wipes |
αόριστος | wiped |
παθητική μετοχή | wiped |
ενεργητική μετοχή | wiping |
Ρήμα
[επεξεργασία]wipe (en)
- (μεταβατικό) σκουπίζω, σφουγγίζω, τρίβω κάτι σε μια επιφάνεια, για να αφαιρέσω βρωμιά ή υγρά
- ⮡ Wipe your feet on the mat!
- Σκούπισε τα πόδια σου στο χαλάκι!
- ⮡ I am washing my hands and after I’m wiping them (off) with the towel.
- Πλένω τα χέρια μου και μετά τα σφουγγίζω με την πετσέτα.
- ⮡ I’m wiping myself with the towel to dry off.
- Τρίβομαι με την πετσέτα για να στεγνώσω.
- ⮡ Wipe your feet on the mat!
- (μεταβατικό) σκουπίζω, σφουγγίζω, αφαιρώ βρωμιά, υγρά κτλ. με ένα πανί, το χέρι μου κτλ.
- ⮡ I wiped the table with a cloth.
- Σκούπισα το τραπέζι με ένα πανί.
- ⮡ She wiped the sweat off/from her face.
- Σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό της.
- ⮡ After eating, you should wipe (up/off) your mouth.
- Μετά το φαγητό να σφουγγίζεις το στόμα σου.
- ⮡ He wiped (away) his tears.
- Σφούγγιξε τα δάκρυά του.
- ⮡ I wiped the table with a cloth.
- (μεταβατικό) διαγράφω πληροφορίες, ήχο, εικόνες κτλ. από υπολογιστή, βίντεο κτλ.
- (μεταβατικό) σβήνω, απαλείφω
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σφουγγίζω, καθαρίζω τους γλουτούς μετά την αφόδευση
- ⮡ I wipe (myself) with toilet paper.
- Σφουγγίζομαι με χαρτί τουαλέτας.
- ⮡ I wipe (myself) with toilet paper.