Μετάβαση στο περιεχόμενο

wipe

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας wipe
γ΄ ενικό ενεστώτα wipes
αόριστος wiped
παθητική μετοχή wiped
ενεργητική μετοχή wiping

wipe (en)

  1. (μεταβατικό) σκουπίζω, σφουγγίζω, τρίβω κάτι σε μια επιφάνεια, για να αφαιρέσω βρωμιά ή υγρά
    παράδειγμα  Wipe your feet on the mat!
    Σκούπισε τα πόδια σου στο χαλάκι!
    παράδειγμα  I am washing my hands and after I’m wiping them (off) with the towel.
    Πλένω τα χέρια μου και μετά τα σφουγγίζω με την πετσέτα.
    παράδειγμα  I’m wiping myself with the towel to dry off.
    Τρίβομαι με την πετσέτα για να στεγνώσω.
  2. (μεταβατικό) σκουπίζω, σφουγγίζω, αφαιρώ βρωμιά, υγρά κτλ. με ένα πανί, το χέρι μου κτλ.
    παράδειγμα  I wiped the table with a cloth.
    Σκούπισα το τραπέζι με ένα πανί.
    παράδειγμα  She wiped the sweat off/from her face.
    Σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό της.
    παράδειγμα  After eating, you should wipe (up/off) your mouth.
    Μετά το φαγητό να σφουγγίζεις το στόμα σου.
    παράδειγμα  He wiped (away) his tears.
    Σφούγγιξε τα δάκρυά του.
  3. (μεταβατικό) διαγράφω πληροφορίες, ήχο, εικόνες κτλ. από υπολογιστή, βίντεο κτλ.
    παράδειγμα  We wiped the files by mistake but they can be recovered.
    Διαγράψαμε τα αρχεία κατά λάθος αλλά μπορούν να ανακτηθούν.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη delete
  4. (μεταβατικό) σβήνω, απαλείφω
    παράδειγμα  Nothing can wipe out the shame of this action.
    Τίποτα δεν μπορεί να απαλείψει την ντροπή αυτής της πράξης.
     συνώνυμα: erase
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) σφουγγίζω, καθαρίζω τους γλουτούς μετά την αφόδευση
    παράδειγμα  I wipe (myself) with toilet paper.
    Σφουγγίζομαι με χαρτί τουαλέτας.

Παράγωγα

[επεξεργασία]