Μετάβαση στο περιεχόμενο

wisely

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός wisely
συγκριτικός more wisely
υπερθετικός most wisely

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
wisely < wise + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

wisely (en)

  • σοφά, φρόνιμα
      You spoke wisely.
    Σοφά μίλησες.
      They manage their money/time wisely.
    Χρησιμοποιούν φρόνιμα τα λεφτά τους/το χρόνο τους.
     αντώνυμα: unwisely