within

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Πρόθεση[επεξεργασία]

within (en)

  1. εντός, μέσα σε κάποιο χώρο ή χρονικό διάστημα
    the movement within the city - η μετακίνηση μέσα στην πόλη
    We will talk within an hour.
    Θα μιλήσουμε εντός μιας ώρας. (στην αμέσως επόμενη ώρα)
     συνώνυμα: in, inside

Επίρρημα[επεξεργασία]

within (en)

  1. μέσα, ανάμεσα
    we were found within - βρεθήκαμε μέσα
     συνώνυμα: inside