without a doubt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

without a doubt < → δείτε τις λέξεις without, a και doubt

Έκφραση[επεξεργασία]

without a doubt (en)

  • (ιδιωματισμός) σίγουρα, χρησιμοποιείται όταν δίνω τη γνώμη μου και τονίζω το επιχείρημα που προβάλλω
    We will without a doubt change some things.
    Σίγουρα θα αλλάξουμε κάποια πράγματα.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]