withstand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | withstand |
γ΄ ενικό ενεστώτα | withstands |
αόριστος | withstood |
παθητική μετοχή | withstood |
ενεργητική μετοχή | withstanding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
withstand (en)