witty
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | witty |
συγκριτικός | wittier |
υπερθετικός | wittiest |
Επίθετο
[επεξεργασία]witty (en)
- πνευματώδης, έξυπνος, νόστιμος, έξυπνος και χιουμοριστικός
- ⮡ a witty remark - πνευματώδης παρατήρηση
- ⮡ a witty answer - έξυπνη απάντηση
- ⮡ a witty joke - νόστιμο αστείο