Μετάβαση στο περιεχόμενο

witty

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός witty
συγκριτικός wittier
υπερθετικός wittiest

Επίθετο

[επεξεργασία]

witty (en)

  • πνευματώδης, έξυπνος, νόστιμος, έξυπνος και χιουμοριστικός
      a witty remark - πνευματώδης παρατήρηση
      a witty answer - έξυπνη απάντηση
      a witty joke - νόστιμο αστείο