wokeism
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wokeism (en)
- (νεολογισμός, ανεπίσημο, πολιτική, συχνά μειωτικό) η συμπεριφορά που σχετίζεται με την επίδειξη υπερβολικής ευαισθησίας σε ζητήματα φυλετικών, κοινωνικών και πολιτικών ανισοτήτων και διακρίσεων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- woke στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- wokeism, Collins English Dictionary (online).
- Natalie Morris και Miranda Larbi, "What does being woke mean and is it an insult? ‘Wokeism’ explained", Metro.co.uk (6 Απριλίου 2022)· πρόσβαση: 2022-08-19.