wolno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]wolno (pl)
- αργά, σιγά
- επιτρέπεται (επιρρηματικά) με τις έννοιες:
- δίνεται ή υπάρχει η άδεια ή η δυνατότητα, δεν απαγορεύεται
- ⮡ tutaj wolno palić - εδώ επιτρέπεται το κάπνισμα
- ζητείται η άδεια
- δίνεται ή υπάρχει η άδεια ή η δυνατότητα, δεν απαγορεύεται