wooded
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
wooded (en)
- δασωμένος, δασόφυτος, δασοσκεπής
- (για κρασί) που έχει ωριμάσει σε ξύλινα βαρέλια