woofer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
woofer | woofers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
woofer (en)
- το γούφερ
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
woofer στην αγγλική Βικιπαίδεια