work

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /wɜːk/ (ΗΒ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
work works

work (en)

  1. η δουλειά, η εργασία
  2. (γενική χρήση) το έργο
  3. (φυσική) το έργο

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας work
γ΄ ενικό ενεστώτα works
αόριστος worked
παθητική μετοχή worked
ενεργητική μετοχή working
Και wrought: σπάνια εναλλακτική
μορφή του worked

work (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]