work
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
work | works |
work (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
work (physics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | work |
γ΄ ενικό ενεστώτα | works |
αόριστος | worked |
παθητική μετοχή | worked |
ενεργητική μετοχή | working |
Και wrought: σπάνια εναλλακτική μορφή του worked |
work (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- work at: εργάζομαι στην (τάδε εταιρεία, μισθολογικά υπάγομαι στην)
- work for: εργάζομαι για την (τάδε εταιρεία, πιθανώς ως εξωτερικός συνεργάτης)
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- work (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- work (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 465. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοπιάζω