work butt off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
work butt off (en), work ass off (en), work arse off (en)
- γαμ ιέμαι στη δουλειά, ξεπατώνομαι/ξεπατώθηκα, ξεθεώνομαι/ξεθεώθηκα, εργάζομαι σκληρά