Μετάβαση στο περιεχόμενο

work ethic

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
work ethic <  δείτε τις λέξεις work και ethic

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

work ethic (en) (μόνο ενικός)

  • η εργασιακή ηθική
      They have a very strong work ethic.
    Έχουν μια πολύ ισχυρή εργασιακή ηθική.