workday
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
workday | workdays |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]workday (en) (κυρίως αμερικανικά αγγλικά)
- η εργάσιμη μέρα, το μέρος της ημέρας κατά το οποίο εργάζομαι
- ⮡ A standard workday is about eight hours long.
- Μια τυπική εργάσιμη μέρα διαρκεί περίπου οκτώ ώρες.
- ⮡ I have an eight-hour workday./I work an eight-hour day.
- Δουλεύω ένα οκτάωρο.
- ⮡ He’s been working twelve-hour workdays recently.
- Τελευταία δουλεύει δωδεκαωρίες.
- ⮡ A twelve-hour work day is differentiated by day or night shifts and is most commonly found in operating rooms and on-call situations.
- Η δωδεκαωρία διακρίνεται σε ημερήσια ή νυκτερινή και απαντάται συνηθέστερα σε θαλάμους επιχειρήσεων και καταστάσεις επιφυλακής.
- ⮡ A standard workday is about eight hours long.
- η εργάσιμη μέρα, μέρα που συνήθως εργάζομαι ή που συνήθως εργάζονται οι περισσότεροι
- ⮡ The Monday after Easter is not a workday.
- Η Δευτέρα μετά το Πάσχα δεν είναι εργάσιμη.
- ⮡ The Monday after Easter is not a workday.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- working day (κυρίως βρετανικά αγγλικά)