Μετάβαση στο περιεχόμενο

workday

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
workday workdays

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
workday < work + day

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

workday (en) (κυρίως αμερικανικά αγγλικά)

  1. η εργάσιμη μέρα, το μέρος της ημέρας κατά το οποίο εργάζομαι
      A standard workday is about eight hours long.
    Μια τυπική εργάσιμη μέρα διαρκεί περίπου οκτώ ώρες.
      I have an eight-hour workday./I work an eight-hour day.
    Δουλεύω ένα οκτάωρο.
      He’s been working twelve-hour workdays recently.
    Τελευταία δουλεύει δωδεκαωρίες.
      A twelve-hour work day is differentiated by day or night shifts and is most commonly found in operating rooms and on-call situations.
    Η δωδεκαωρία διακρίνεται σε ημερήσια ή νυκτερινή και απαντάται συνηθέστερα σε θαλάμους επιχειρήσεων και καταστάσεις επιφυλακής.
  2. η εργάσιμη μέρα, μέρα που συνήθως εργάζομαι ή που συνήθως εργάζονται οι περισσότεροι
      The Monday after Easter is not a workday.
    Η Δευτέρα μετά το Πάσχα δεν είναι εργάσιμη.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]