Μετάβαση στο περιεχόμενο

worker

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
worker workers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
worker < work + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

worker (en)

  • ο εργάτης, η εργάτρια
      an intellectual worker - εργάτης του πνεύματος
      a manual worker - εργάτης χειρώνακτας
      a skilled worker - ειδικευμένος εργάτης
      foreign/immigrant workers - ξένοι/αλλοδαποί εργάτες
      construction workers - εργάτες οικοδομών
     συνώνυμα: labourer