workhouse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  1. πτωχοκομείο αναγκαστικής εργασίας
     συνώνυμα: εργατοκάτεργο
    • παροχή στέγης και διατροφής σε αναξιοπαθούντες-φτωχούς υπό την προϋπόθεση εργασίας τους/ότι θα εργάζονται για το ίδρυμα
  2. φυλακή καταναγκαστικής εργασίας μικροεγκληματιών (οι κακούργοι βαρύτατων εγκλημάτων συνήθως δεν θεωρούνται αξιόπιστοι εργάτες παλαιότερα έως σήμερα λόγω αποδράσεων, φόνων, επαναστάσεων, ομηριών)
     συνώνυμα: εργατοκάτεργο
  3. (μεταφορικά) μοναδική λύση, "μονόδρομος" ως επιλογή λόγω απουσίας εναλλακτικών επιλογών