Μετάβαση στο περιεχόμενο

working

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

working (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. εργατικός, εργαζόμενος, που σχετίζεται με την εργασία
      the working class - η εργατική τάξη
      the working people - οι εργαζόμενοι
      I am a working man.
    Είμαι ένας εργαζόμενος άντρας.
  2. εργασίας, που συνδέεται με τη εργασία κάποιου· εργάσιμος, και πού συνδέεται με τον χρόνο που αφιερώνει για να κάνει την εργασία του
      They face poor working conditions.
    Αντιμετωπίζουν κακές συνθήκες εργασίας.
      Workers are demanding forty working hours per week.
    Οι εργαζόμενοι ζητούν σαράντα εργάσιμες ώρες εβδομαδιαίως.
      We see the working life continually lengthening and pensions continually shrinking.
    Βλέπουμε ο εργάσιμος βίος συνεχώς να επιμηκύνεται και οι συντάξεις συνεχώς να συρρικνώνονται.
  3. προσωρινός, που χρησιμοποιείται ως βάση για εργασία, συζήτηση κτλ. αλλά πιθανόν να αλλάξει ή να βελτιωθεί στο μέλλον
      Have you decided on a working title for your thesis yet?
    Έχεις αποφασίσει ήδη έναν προσωρινό τίτλο για τη διπλωματική σου εργασία;
      a working theory - υπό διαμόρφωση θεωρία
      It is based on the working assumption that…
    Βασίζεται στην υπόθεση εργασίας ότι…

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
working workings

working (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η εργασία, η ενέργεια του εργάζομαι
      Working with animals requires patience.
    Η εργασία με τα ζώα απαιτεί υπομονή.
      More businesses now offer flexible working.
    Περισσότερες επιχειρήσεις προσφέρουν πλέον ευέλικτη εργασία.
  2. (συνήθως πληθυντικός) η λειτουργία, η μέθοδος με την οποία λειτουργεί μια μηχανή, ένα σύστημα, ένας οργανισμός κτλ.
      Students will gain a broad understanding of the workings of Parliament.
    Οι φοιτητές θα αποκτήσουν μια ευρεία κατανόηση της λειτουργίας του Κοινοβουλίου.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

working (en)