working
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]working (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- εργατικός, εργαζόμενος, που σχετίζεται με την εργασία
- ⮡ the working class - η εργατική τάξη
- ⮡ the working people - οι εργαζόμενοι
- ⮡ I am a working man.
- Είμαι ένας εργαζόμενος άντρας.
- εργασίας, που συνδέεται με τη εργασία κάποιου· εργάσιμος, και πού συνδέεται με τον χρόνο που αφιερώνει για να κάνει την εργασία του
- ⮡ They face poor working conditions.
- Αντιμετωπίζουν κακές συνθήκες εργασίας.
- ⮡ Workers are demanding forty working hours per week.
- Οι εργαζόμενοι ζητούν σαράντα εργάσιμες ώρες εβδομαδιαίως.
- ⮡ We see the working life continually lengthening and pensions continually shrinking.
- Βλέπουμε ο εργάσιμος βίος συνεχώς να επιμηκύνεται και οι συντάξεις συνεχώς να συρρικνώνονται.
- ⮡ They face poor working conditions.
- προσωρινός, που χρησιμοποιείται ως βάση για εργασία, συζήτηση κτλ. αλλά πιθανόν να αλλάξει ή να βελτιωθεί στο μέλλον
- ⮡ Have you decided on a working title for your thesis yet?
- Έχεις αποφασίσει ήδη έναν προσωρινό τίτλο για τη διπλωματική σου εργασία;
- ⮡ a working theory - υπό διαμόρφωση θεωρία
- ⮡ It is based on the working assumption that…
- Βασίζεται στην υπόθεση εργασίας ότι…
- ⮡ Have you decided on a working title for your thesis yet?
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
working | workings |
working (en)
- (μη μετρήσιμο) η εργασία, η ενέργεια του εργάζομαι
- ⮡ Working with animals requires patience.
- Η εργασία με τα ζώα απαιτεί υπομονή.
- ⮡ More businesses now offer flexible working.
- Περισσότερες επιχειρήσεις προσφέρουν πλέον ευέλικτη εργασία.
- ⮡ Working with animals requires patience.
- (συνήθως πληθυντικός) η λειτουργία, η μέθοδος με την οποία λειτουργεί μια μηχανή, ένα σύστημα, ένας οργανισμός κτλ.
- ⮡ Students will gain a broad understanding of the workings of Parliament.
- Οι φοιτητές θα αποκτήσουν μια ευρεία κατανόηση της λειτουργίας του Κοινοβουλίου.
- ⮡ Students will gain a broad understanding of the workings of Parliament.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]working (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του work
Πηγές
[επεξεργασία]- working (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- working (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 334. ISBN 9780194325684., λήμμα: εργαζόμενος, εργασία, εργατικός