working
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
working (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- για κάτι που λειτουργεί, δουλεύει σωστά
- εργατικός, εργαζόμενος, που σχετίζεται με την εργασία
- ↪ the working class - η εργατική τάξη
- ↪ the working people - οι εργαζόμενοι
- ↪ I am a working man.
- Είμαι ένας εργαζόμενος άντρας.
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
working | workings |
working (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
working (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του work
Πηγές[επεξεργασία]
- working (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- working (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 334. ISBN 9780194325684., λήμμα: εργαζόμενος, εργατικός