Μετάβαση στο περιεχόμενο

working capital

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
working capital <  δείτε τις λέξεις working και capital

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

working capital (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]