working day
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| working day | working days |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]working day (en) (κυρίως βρετανικά αγγλικά)
- άλλη μορφή του workday