Μετάβαση στο περιεχόμενο

working day

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
working day working days

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
working day <  δείτε τις λέξεις working και day

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

working day (en) (κυρίως βρετανικά αγγλικά)