workingwoman
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
workingwoman | workingwomen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
workingwoman (en)
- (επάγγελμα) η εργαζόμενη γυναίκα· εκείνη που απασχολείται ως μισθωτή σε χειρωνακτικές κυρίως εργασίες, η εργάτρια