workmanship

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
workmanship < workman + -ship

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

workmanship (en) (μη μετρήσιμο)

  • η μαστοριά, η εργασία, η ικανότητα με την οποία κάποιος φτιάχνει κάτι
    ⮡  the workmanship of the goldsmiths from Stemnitsa - η μαστοριά των χρυσοχόων της Στεμνίτσας
    ⮡  Items made nowadays are of poor workmanship.
    Δεν έχουν μαστοριά τα εποχή που φτιάχνουν σήμερα.
    ⮡  I liked the workmanship of the silver jewelry.
    Μου άρεσε η εργασία των ασημένιων κοσμημάτων.
     συνώνυμα: craftsmanship