workoholic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- workoholic < work (δουλειά) + -oholic < alcoholic (αλκοολικός)
Επίθετο[επεξεργασία]
workoholic (en)
- άλλη μορφή του workaholic
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- workoholic < (άμεσο δάνειο) αγγλική workoholic
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
workoholic | workoholics |
workoholic (fr) αρσενικό ή θηλυκό