Μετάβαση στο περιεχόμενο

worried

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός worried
συγκριτικός more worried
υπερθετικός most worried

worried (en)

  • ανήσυχος, στενοχωρημένος, με αγωνία, με σοβαρές έγνοιες, αρκετά έως πολύ αγχωμένος
      I am worried by the news.
    Είμαι ανήσυχος από τα νέα.
      They all looked worried.
    Φαίνονταν όλοι στενοχωρημένοι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη nervous

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

worried (en)