wrap up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | wrap up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wraps up |
αόριστος | wrapped up |
παθητική μετοχή | wrapped up |
ενεργητική μετοχή | wrapping up |
Ρήμα[επεξεργασία]
wrap up (en)
- ολοκληρώνω
- συνοψίζω πριν το τέλος