wreak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | wreak |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wreaks |
αόριστος | wreaked, wrought |
παθητική μετοχή | wreaked, wrought |
ενεργητική μετοχή | wreaking |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
wreak (en)