writing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
writing | writings |
writing (en)
- η γραφή
- το γραπτό
- ↪ I made a revision on your writing/piece of writing.
- Έκανα αναθεώρηση στο γραπτό σου.
- ↪ I made a revision on your writing/piece of writing.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
writing (en)