writing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
writing writings

writing (en)

  1. η γραφή
  2. το γραπτό
    I made a revision on your writing/piece of writing.
    Έκανα αναθεώρηση στο γραπτό σου.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

writing (en)