Μετάβαση στο περιεχόμενο

wrongfully

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
wrongfully < wrongful + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός wrongfully
συγκριτικός more wrongfully
υπερθετικός most wrongfully

wrongfully (en)

  1. άδικα, λανθασμένα
  2. παράνομα, άνομα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]