wrought
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]wrought (en)
- κατεργασμένος και → δείτε τη λέξη worked
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]wrought (en)
wrought (en)
wrought (en)