współpracownik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
współpracownik (pl) αρσενικό
- ο συνεργάτης, το άτομο με το οποίο δουλεύουμε μαζί
współpracownik (pl) αρσενικό