wspólny

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

wspólny (pl)

  1. κοινός
    • που ανήκει ή χρησιμοποιείται από αρκετούς ή όλους
    • που γίνεται μαζί με άλλον ή άλλους

Αντώνυμα[επεξεργασία]