wyłącznik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wyłącznik (pl) αρσενικό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη wyłączać